- Ἱπποβότων
- Ἱππόβοτοςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱπποβοτῶν — ἱπποβότης feeder of horses masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποβότων — ἱππόβοτος grazed by horses masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποβότης — ἱπποβότης, ὁ (Α) 1. αυτός που τρέφει ίππους 2. στον πληθ. (στη Χαλκίδα και γεν. στην Εύβοια) οἱ ἱπποβόται ονομασία τών ευγενών, φορέων τής ολιγαρχίας («ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βότης (< βόσκω), πρβλ. αιγι… … Dictionary of Greek